- μειδάμων
- μειδάμων, -ονος, ὁ και ἡ (Α)αυτός που τού αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειδάμων — smiling masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)